2520/2019 EφΘ ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ - ΔΙΚΑΙΩΜΑ / ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ - ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΛΟΓΩ ΑΚΑΙΡΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ - ΑΞΙΩΣΗ ΓΙΑ ΑΝΟΡΘΩΣΗ ΤΗΣ ΖΗΜΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΑΝΟΜΕΑ - ΈΝΣΤΑΣΗ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΟΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΒΛΕΠΟΜΕΝΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ -ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ

Στην υπόθεση αυτή, την οποία χειρίστηκε η εταιρία μας, κρίθηκε πληθώρα νομικών ζητημάτων που αφορούν τη σύμβαση αποκλειστικής διανομής. Πιο συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι κρίσιμα περιστατικά για να χαρακτηριστεί μία σύμβαση ως αποκλειστική διανομή αποτελούν η υποχρέωση μη ανταγωνισμού, η υποχρέωση του διανομέα να προωθεί διαρκώς και αποκλειστικά τα προϊόντα της επιχείρησης στη συμβατική περιοχή, η υποχρέωση διατήρησης αποθεμάτων, η υποχρέωσή του να διαφημίζει τα συμβατικά προϊόντα, η υποχρέωση ενημέρωσης του αντιπροσωπευόμενου ως προς την αγορά, η υποχρέωση ανακοίνωσης των πελατών του διανομέα στον αντιπροσωπευόμενο, η υποχρέωση πωλήσεων ορισμένου ελάχιστου ύψους, η υποχρέωση του διανομέα να οργανώνει με δική του ευθύνη και δαπάνες την επιχείρησή του.

Ακόμη, κρίθηκε ότι το δικαίωμα του συμβαλλόμενου να προβεί σε καταγγελία της συμβατικής σχέσεως, δεν ασκείται εναντίον των χρηστών ηθών, όταν η λύση της συμβάσεως, εντάσσεται στις αντικειμενικές προβλέψιμες από τον αντισυμβαλλόμενο συναλλακτικές δυνατότητες του ασκούντος το δικαίωμα και δεν είναι άσχετο προς το  καλώς εννοούμενο συμφέρον της επιχείρησής του. Επίσης, ότι το δικαίωμα της καταγγελίας διαρκούς σύμβασης δεν αναγνωρίζει ο νόμος ως κύρωση που επιβάλλει ο συμβαλλόμενος έναντι της τυχόν αντισυμβατικής συμπεριφοράς του αντισυμβαλλομένου του, εντεύθεν δε η τυχόν προηγηθείσα της καταγγελίας επωφελής για τα συμφέροντα του καταγγέλλοντος συμπεριφορά του αντισυμβαλλομένου του δεν καθιστά την καταγγελία αντίθετη στα χρηστά ήθη, πού περισσότερο, καθόσον η συμπεριφορά αυτή του τελευταίου, που ουσιαστικώς εντάσσεται στα πλαίσια της καλόπιστης εκτελέσεως της ενοχής, επιβάλλεται από το νόμο κατ’ άρθρ. 288 ΑΚ. Κρίθηκε ακόμη, ότι η καταγγελία επιφέρει το αποτέλεσμα της λύσης της σύμβασης, ανεξαρτήτως της συνδρομής σπουδαίου λόγου ή του καταχρηστικού χαρακτήρα αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 724, 725 ΑΚ, 8 ΠΔ 219/1991, λόγω της ιδιαίτερης σχέσης εμπιστοσύνης που διέπει τους συμβαλλόμενους σε αυτήν (σύμβαση).

 

Επιπλέον, κρίθηκε ότι η αποζημίωση που τυχόν δικαιούται ο διανομέας σε περίπτωση άκαιρου, χωρίς σπουδαίο λόγο λύσης της σύμβασης συνίσταται στο θετικό διαφέρον, που προκύπτει λόγω της πλημμελούς εκπληρώσεως της σύμβασης από τον καταγγέλλοντα, δηλαδή την πλήρη αποκατάσταση των ποσών που θα είχε αν λειτουργούσε η σύμβαση κατά τον χρόνο της προθεσμίας της καταγγελίας και ενόσω αυτή είναι ενεργός. Η αποζημίωση αυτή περιλαμβάνει και τα διαφυγόντα κέρδη, όχι όμως τις οργανωτικές και λειτουργικές δαπάνες της επιχείρησης του διανομέα, διότι αυτές συνιστούν αρνητικό διαφέρον και δεν μπορούν να αποζημιωθούν όταν η σύμβαση έχει καταρτισθεί, επειδή οι δαπάνες αυτές θα καταβάλλονταν από τον καθού η καταγγελία για να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις και αντισταθμίζονται από τα κέρδη του.

Επιπλέον, αναφορικά με την αξίωση για ανόρθωση της ζημίας του διανομέα (άρθρο 9 παρ. 1 στοιχ. γ ΠΔ 219/1991), κρίθηκε ότι απαιτείται υπαίτια παραβίαση των συμβατικών υποχρεώσεων του αντιπροσωπευόμενου ή τέλεση εκ μέρους του αδικοπραξίας. Η εν λόγω αποζημίωση οφείλεται επιπλέον της αποζημίωσης πελατείας και περιλαμβάνει τόσο τη θετική όσο και την αποθετική ζημία. Η περαιτέρω αυτή ζημία συνίσταται στις κάθε φύσεως προμήθειες και αμοιβές, που θα εισέπραττε ο διανομέας κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων μέχρι δηλαδή τη συμπλήρωση του συμβατικά καθορισμένου χρόνου διάρκειας της σύμβασης, αφού αφαιρεθούν τα έξοδα που ενδεχομένως εξοικονόμησε από την πρόωρη λήξη της συνεργασίας του με τον αντιπροσωπευόμενο. Στην περίπτωση σύμβασης αόριστης διάρκειας, η προς ανόρθωση περαιτέρω ζημίας περιλαμβάνει τα διαφυγόντα κέρδη, που με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων θα αποκόμιζε ο αντιπρόσωπος από τις πωλήσεις, μέχρι να συμπληρωθεί η οριζόμενη για την καταγγελία προθεσμία από το άρθρο 8 παρ. 3και 4 του π.δ. 219/1991.

Ακόμη, το δικαστήριο ασχολήθηκε με την ένσταση απαλλαγής του αντιπροσωπευόμενου από την προβλεπόμενη αποζημίωση (άρθρο 9 παρ. 3 περ. α ΠΔ 219/1991), στην περίπτωση που ο αντιπροσωπευόμενος κατήγγειλε τη σύμβαση για τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ο αντιπρόσωπος ανέλαβε έναντι αυτού στα πλαίσια της σύμβασης (υπαίτια καταγγελία).

Τέλος, το δικαστήριο ασχολήθηκε και με την καταχρηστική εκμετάλλευση σχέσης οικονομικής εξάρτησης (άρθρο 18α παρ. 1 ν. 146/1914). Πιο συγκεκριμένα, έκρινε ότι κατά την ερμηνεία της έννοιας της καταχρηστικής εκμετάλλευσης, λαμβάνονται υπόψη ο σκοπός και το αντικείμενο προστασίας του ν. 703/1977, δηλαδή η προστασία του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, καθώς και η προστασία της οικονομικής ελευθερίας των τρίτων. Συνεπώς, νομικά κρίσιμη είναι η συμπεριφορά καθεαυτή και όχι τα κίνητρα ή οι σκοποί της, τα οποία μπορεί να έχουν επιβαρυντικό ή ελαφρυντικό ρόλο. Αρκεί μόνο η συμπεριφορά αυτή – με τις ως άνω μεθόδους και πρακτικές – να τείνει να περιορίσει τον ανταγωνισμό ή να είναι ικανή ή να ενδέχεται να έχει τέτοιο αποτέλεσμα.

Εκτιμώντας όλα τα ανωτέρω, το δικαστήριο απέρριψε την έφεση, κρίνοντας ότι ορθώς το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, αφού η εφεσίβλητη μη καταχρηστικά και σύμφωνα με τα χρηστά ήθη κατήγγειλε την επίδικη σύμβασης αποκλειστικής διανομής για σπουδαίο λόγο και με τήρηση σχετικής προθεσμίας μη εκμεταλλευόμενη την δεσπόζουσα θέση της έναντι τη ενάγουσας και μη ενεργώντας αθέμιτο ανταγωνισμό κατ` αυτής.

Η απόφαση βρίσκεται δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ.

 

logoΕρμού 10 (2ος όροφος), ΤΚ 546 25 Θεσσαλονίκη
  +30 2310 501325, +30 2310 501342
Fax: +30 2310 512998

Η ιστοσελίδα μας επιτρέπει τη χρήση cookies, προκειμένου να αντιληφθούμε πώς την χρησιμοποιείτε
και να την κάνουμε πιο λειτουργική και ασφαλή. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας στην ιστοσελίδα μας
αποδέχεστε την χρήση cookies όπως περιγράφεται στην Πολιτική Cookies.