2709/2021 ΕφΑθ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ – ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΠΕΛΑΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΔΙΚΟΠΡΑΞΙΑΣ ΛΟΓΩ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΜΕΝΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ
Στην υπόθεση αυτή, την οποία χειρίστηκε η εταιρία μας, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ασχολήθηκε με τις αξιώσεις που προκύπτουν από την καταγγελία σύμβασης αποκλειστικής διανομής.
Πιο συγκεκριμένα έκρινε, ότι στη σύμβαση διανομής, εφόσον λείπουν διατάξεις στον ΕμπΝ που να τη ρυθμίζουν και υφίσταται ακούσιο (γνήσιο) νομοθετικό κενό, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις περί εντολής του ΑΚ (ΕμπΝ 91 ΕισΝΑΚ 3), σε συνδυασμό, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, με αυτές του π.δ. 219/1991 (ιδίως των άρθρων 8 και 9 αυτού), κατά το μέρος που προσαρμόζονται στη φύση και στο περιεχόμενο της συγκεκριμένης σύμβασης αποκλειστικής διανομής, η οποία ομοιάζει, κατά τα ουσιώδη (κρίσιμα) σημεία της, με εκείνη της εμπορικής αντιπροσωπείας.
Εν προκειμένω, το δικαστήριο απέρριψε την αξίωση των αντιδίκων για καταβολή αποζημίωσης πελατείας, μετά από καταγγελία σύμβασης διανομής, διότι έκρινε ότι μεταξύ των διαδίκων υπήρχε σχέση απλής διανομής προϊόντων, ενώ σε κάθε περίπτωση οι ενάγουσες/εκκαλούσες επιχειρήσεις δεν ανέλαβαν υποχρεώσεις να ακολουθούν οδηγίες των εναγομένων/εφεσιβλήτων, με αποτέλεσμα να μην δύναται να τύχουν εν προκειμένω αναλογικής εφαρμογής οι διατάξεις του π.δ. 219/1991.
Ακόμη, κρίθηκε ότι η σύβαση διανομής λύεται με καταγγελία, κατά τις διατάξεις των άρθρων 724 και 725 της σύμβασης εντολής, που εφαρμόζονται ανάλογα. Λόγω της φύσης της σύμβασης εντολής ως σχέσης εμπιστοσύνης, η ανάκληση ή η καταγγελία της, και αν ακόμα είναι καταχρηστική, δεν είναι ποτέ άκυρη, χορηγεί όμως στον εντολοδόχο το δικαίωμα να ζητήσει την αποκατάσταση κάθε θετικής και αποθετικής ζημίας που υπέστη από την ανάκληση ή την καταγγελία της εντολής. Έτσι, το δικαστήριο απέρριψε λόγο έφεσης, περί εσφαλμένης απόρριψης αγωγικού αιτήματος για αναγνώριση της ακυρότητας των καταγγελιών, με το σκεπτικό ότι η καταγγελία της σύμβασης διανομής ακόμη και αν είναι καταχρηστική ή έγινε με σκοπό αθέμιτου ανταγωνισμού ή κατά κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης του εντολέα ή με εκμετάλλευση της σχέσης εξάρτησης του διανομέα από αυτόν, δεν είναι άκυρη και ως εκ τούτου, επιφέρει σε κάθε περίπτωση τη λύση της σχετικής σύμβασης.
Ακόμη, όσον αφορά στους ισχυρισμούς των εναγόντων/εκκαλούντων για αδικοπρακτική ευθύνη λόγω εναρμονισμένης πρακτικής (άρθρα 914 ΑΚ, 1 ν. 3959/2011), το δικαστήριο έκρινε, ότι δεν υφίσταται εν προκειμένω συμπεριφορά αντικείμενη στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 Ν. 3959/2011. Κι αυτό, διότι η απόφαση εκάστης των εναγομένων – εφεσιβλήτων εταιριών να προβούν αυτοτελώς και αυτοδυνάμως σε αναδιάρθρωση των δικτύων διανομής των προϊόντων τους, αποτελεί εύλογη επιχειρηματική αντίδραση στην προηγηθείσα ενέργεια (πρωτοβουλία) ανταγωνίστριας εταιρίας, η οποία δικαιολογεί επαρκώς τις επακολουθήσασες αλυσιδωτές αντιδράσεις και τη χρονική σύμπτωση των ενεργειών τους.
Περαιτέρω, το δικαστήριο έκρινε, ότι, ανεξαρτήτως του ότι δεν αποδείχθηκαν συγκεκριμένες συστηματικές (παρά μόνο αποσπασματικές και μεμονωμένες, επαρκώς δικαιολογούμενες στο πλαίσιο φυσιολογικής λειτουργίας της οικείας αγοράς) επαφές μεταξύ των εναγομένων – εφεσιβλήτων, με αντικείμενο την από κοινού οργάνωση και λειτουργία ενιαίου συστήματος διανομής των προϊόντων τους, η επιλογή των αυτών διανομέων παρίσταται φυσιολογική και επιχειρηματικώς αναμενόμενη, χωρίς να έχει κατ' ανάγκη προηγηθεί συνεννόηση μεταξύ τους, αντικείμενη στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 Ν. 3959/2011.
Επίσης, όσον αφορά στη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης στην καταχρηστική εκμετάλλευση σχέσης οικονομικής εξάρτησης (άρθρο 18 ν. 146/1914), κρίθηκε ότι πρέπει να συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις αναφορικά με τις συνθήκες μη βελτίωσης της θέσης των εναγομένων-εφεσιβλήτων στη σχετική αγορά. Έτσι, κρίθηκε ότι η διακοπή με τακτική καταγγελία σύμβασης αορίστου χρόνου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης διάταξης.
Συνακόλουθα των ανωτέρω, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε στο σύνολό της την έφεση των αντιδίκων, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, η οποία απέρριψε στο σύνολό της την αγωγή τους.
Ίδια ήταν η κρίση του Εφετείου Αθηνών και στις με αρ. 2666/2021 και 2667/2021 δικαστικές αποφάσεις, που έκριναν επί συναφών εφέσεων πρώην διανομέων.