Συνολική θεώρηση του σχεδίου νόµου για τον εξωδικαστικό µηχανισµό ρύθµισης οφειλών επιχειρήσεων
Με το σχέδιο νόμου εισάγεται για πρώτη φορά µία οργανωµένη εξωδικαστική διαδικασία για τη συνολική και µακροπρόθεσµη ρύθµιση των χρεών των ελληνικών επιχειρήσεων, οι οποίες εξαιτίας της οικονοµικής κρίσης, αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τις οφειλές τους προς τον ιδιωτικό και δηµόσιο τοµέα.
Μέχρι σήµερα η διαδικασία εξυγίανσης των άρθρων 99 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα αποτελούσε το µοναδικό εργαλείο ρύθµισης χρεών των επιχειρήσεων. Η διαδικασία αυτή, παρά την πρόσφατη βελτίωσή της με τον ν. 4446/2016, δεν παύει να αφορά κυρίως µεγάλες εταιρίες µε πολυάριθµους πιστωτές και σηµαντικά χρέη. Το κόστος της παραµένει υψηλό, ενώ προϋποθέτει, πλέον, προσυνεννόηση και προηγούµενη συµφωνία µε την πλειοψηφία των δανειστών. Ο κυριότερος λόγος όµως που οι επιχειρήσεις είναι απρόθυµες να υπαχθούν στη διαδικασία αυτή είναι ο - εν πολλοίς αβάσιµος - στιγµατισµός που ακολουθεί την υποβολή αίτησης του άρθρου 99 από τα ΜΜΕ, την κοινή γνώµη και την ίδια την αγορά. Περαιτέρω, η αμέσως προηγούµενη νοµοθετική πρωτοβουλία για την εξωδικαστική ρύθµιση οφειλών (ν. 4307/2014) απέτυχε στην εφαρµογή της, καθώς ως το τέλος του 2015 µόνο 53 επιχειρήσεις είχαν καταθέσει αίτηση υπαγωγής σε αυτήν, εκ των οποίων µόνο 3 είχαν συνάψει διµερή σύµβαση ρύθµισης οφειλών µε τις πιστώτριες τράπεζες. Ο κύριος λόγος αποτυχίας ήταν ότι δεν θέσπιζε καµία υποχρέωση για τα πιστωτικά ιδρύµατα, καθώς και ότι άφηνε εκτός του πεδίου ρύθµισής του τις οφειλές προς το Δηµόσιο.
Το κενό στο υφιστάµενο ρυθµιστικό πλαίσιο έρχεται να το καλύψει το παρόν σχέδιο νόµου, το οποίο οριοθετεί και ρυθµίζει την εξωδικαστική διαδικασία ρύθµισης οφειλών από το στάδιο της υποβολής της αίτησης της επιχείρησης έως και τη δικαστική επικύρωση της συµφωνίας. Σκοπός της διαδικασίας είναι η ρύθµιση των οφειλών φυσικών και νομικών προσώπων με εμπορική ιδιότητα προς οποιονδήποτε πιστωτή (τράπεζες, φορολογικές αρχές, φορείς κοινωνικής ασφάλισης, προµηθευτές κ.ά.), οι οποίες µπορούν να προέρχονται είτε από την άσκηση της επιχειρηµατικής δραστηριότητας του οφειλέτη είτε από άλλη αιτία. Το σχέδιο διαχωρίζει τις επιχειρήσεις σε μεγάλες και μικρές, διαφοροποίηση που αφορά κυρίως στο κόστος της διαδικασίας και σε κάποιες επιμέρους αλλαγές στα στάδια και τις προθεσµίες.
Οι βασικές καινοτοµίες του νέου εξωδικαστικού µηχανισµού είναι οι εξής:
α) Το ευρύ πεδίο εφαρµογής του: Αίτηση υπαγωγής µπορούν να υποβάλουν όλες οι επιχειρήσεις ανεξαρτήτως µεγέθους, εταιρικού τύπου ή ύψους κύκλου εργασιών, ενώ όλες οι οφειλές που είχαν γεννηθεί µέχρι τις 31 Δεκεµβρίου 2016 µπορούν να ρυθµιστούν. Επιπρόσθετα, οι λύσεις ρύθµισης που µπορούν να συµφωνηθούν µεταξύ της επιχείρησης και των πιστωτών που εκπροσωπούν την πλειοψηφία επί του συνολικού της χρέους δεν υπόκεινται σε κανέναν περιορισµό, πέραν των ειδικών κανόνων που θεσπίζονται για τις οφειλές προς το Δηµόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης.
β) Οι προβλέψεις του για την αντιµετώπιση των «στρατηγικών κακοπληρωτών»: Στον εξωδικαστικό µηχανισµό δεν µπορούν να υπαχθούν επιχειρήσεις, των οποίων οι φορείς ή οι διοικούντες έχουν καταδικαστεί αµετάκλητα για φοροδιαφυγή, απάτη κατά του Δηµοσίου ή σοβαρά οικονοµικά εγκλήµατα. Επιπλέον, η άρση του τραπεζικού και του φορολογικού απορρήτου στην οποία συναινεί η επιχείρηση που υποβάλει αίτηση για ένταξη στο νέο εξωδικαστικό µηχανισµό, καθώς και η δυνατότητα κάθε πιστωτή να ζητήσει οποιοδήποτε επιπλέον στοιχείο ή έγγραφο κατά τη διάρκεια των διαπραγµατεύσεων, θα επιτρέψει µόνο στους έντιµους επιχειρηµατίες να αξιοποιήσουν τη διαδικασία ρύθµισης.
γ) Η πρόσβαση στη διαδικασία διαπραγµάτευσης: Μέσω του διορισµού ενός ανεξάρτητου προσώπου που αναλαµβάνει καθήκοντα συντονιστή και µε πολύ µικρό κόστος, ακόµα και για τις µεγάλες επιχειρήσεις, ο οφειλέτης αποκτά τη δυνατότητα πρόσβασης σε µία διαδικασία διαπραγµάτευσης µε το σύνολο των πιστωτών του. Δεδοµένου δε ότι η διαδικασία εκκινεί ακόµα και εάν εκδηλώσουν ενδιαφέρον πιστωτές που εκπροσωπούν το 50% των απαιτήσεων έναντι της επιχείρησης, όλοι οι πιστωτές έχουν κίνητρο να συµµετέχουν, καθώς, σε αντίθετη περίπτωση, υπάρχει µεγάλη πιθανότητα να ληφθεί δεσµευτική απόφαση για τη ρύθµιση της απαίτησής τους ερήµην τους.
δ) Η αξιοποίηση του µητρώου των διαµεσολαβητών: Σε µία προσπάθεια έµµεσης προώθησης του θεσµού της διαµεσολάβησης, επιλέγεται το µητρώο των διαµεσολαβητών για να αποτελέσει την πηγή στελέχωσης του µητρώου συντονιστών της Ειδικής Γραµµατείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους. Η επιλογή αυτή έχει ως στόχο, µεταξύ άλλων, να αποτελέσει ένα πρώτο βήµα για την εξοικείωση των πολιτών µε τις εναλλακτικές µεθόδους επίλυσης διαφορών, µε απώτερη προσδοκία την αποφυγή προσφυγής στα δικαστήρια για διαφορές που µπορούν να επιλυθούν και εξωδικαστικά.
ε) Η στόχευση στη βιωσιµότητα: Βασικός σκοπός του νέου εξωδικαστικού µηχανισµού είναι η διάσωση των βιώσιµων επιχειρήσεων. Μία πρώτη ένδειξη βιωσιµότητας αποτελούν τα κριτήρια επιλεξιµότητας του άρθρου 3. Ωστόσο, και όταν τα κριτήρια επιλεξιµότητας συντρέχουν, η βιωσιµότητα της επιχείρησης δεν είναι δεδοµένη, αλλά απαιτεί συχνά µία ανάλυση σε βάθος. Όµοια ανάλυση πολλές φορές απαιτεί η κατάρτιση µίας πρότασης ρύθµισης, η οποία θα διατηρεί τη βιωσιµότητα της επιχείρησης. Αναδεικνύεται έτσι ως καθοριστικός ο ρόλος του εµπειρογνώµονα, που µπορεί να συνδράµει τόσο τον οφειλέτη στη διαµόρφωση ενός αποτελεσµατικού σχεδίου αναδιάρθρωσης, όσο και τους πιστωτές στην αποδοχή ή µη των προτάσεων ρύθµισης, καθώς και στη διατύπωση αντιπροτάσεων.
στ) Η οργάνωση όλων των σταδίων της διαδικασίας: Η διαδικασία εξωδικαστικής ρύθµισης είναι διαρθρωµένη σε ευδιάκριτα στάδια µε οριοθετηµένες προθεσµίες που πρέπει να τηρούνται από την επιχείρηση, τους πιστωτές και τον ίδιο τον συντονιστή. Αυτό το πλαίσιο κινητοποιεί τα εµπλεκόµενα µέρη να ενεργήσουν άµεσα και αποτελεσµατικά, ενώ παράλληλα η δυνατότητα µεγαλύτερων προθεσµιών, ιδίως στις περιπτώσεις πολύπλοκων υποθέσεων, αφήνει το περιθώριο µακρύτερων σε διάρκεια διαπραγµατεύσεων.
ζ) Η ευελιξία του Δηµοσίου ως πιστωτή: Η φορολογική διοίκηση και οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης συµµετέχουν στο µηχανισµό µε σκοπό τη διαπραγµάτευση βιώσιµων λύσεων ρύθµισης, προσαρµοσµένων στις ανάγκες της επιχείρησης. Η πρωτοφανής ευελιξία του Δηµοσίου ως πιστωτή εκτείνεται µέχρι και τη διαγραφή µέρους των απαιτήσεών του, σε περιπτώσεις που αυτό κρίνεται απαραίτητο για την επιβίωση της επιχείρησης και πάντα υπό την προϋπόθεση της διασφάλισης του δηµοσίου συµφέροντος.
η) Η προστασία των µικρών πιστωτών: Οι απαιτήσεις των µικρών πιστωτών δεν επηρεάζονται από τη σύµβαση αναδιάρθρωσης οφειλών που θα υπογράψει η επιχείρηση µε τους υπόλοιπους πιστωτές της. Με αυτόν τον τρόπο, οι εργαζόµενοι και οι µικροί προµηθευτές, που αποτελούν τις πλέον ευάλωτες κατηγορίες πιστωτών και δεν έχουν καµία διαπραγµατευτική ισχύ, προστατεύονται από ενδεχόµενη διαγραφή ή οποιαδήποτε άλλη µη ευνοϊκή ρύθµιση των απαιτήσεών τους.
θ) Η αξιοποίηση της τεχνολογίας: Με την ηλεκτρονική πλατφόρµα που σχεδιάζεται να αναπτυχθεί στην ιστοσελίδα της Ειδικής Γραµµατείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, όλη η περιγραφόµενη στις διατάξεις του παρόντος σχεδίου νόµου διαδικασία θα διεξάγεται αποκλειστικά µε ηλεκτρονικά µέσα. Με τον τρόπο αυτόν διευκολύνονται οι συµµετέχοντες να µειώσουν το διαχειριστικό τους κόστος και να διοχετεύσουν το χρόνο και τους πόρους τους στην προσπάθεια εξεύρεσης συναινετικής λύσης για τη ρύθµιση των οφειλών της επιχείρησης.