1141/2016 ΠολΠρΑθ: ΑΘΕΜΙΤΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΕΣΙΤΕΧΝΙΑΣ / ΠΑΡΕΚΤΑΣΗ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
Α. Στην υπόθεση αυτή, την οποία χειρίστηκε η εταιρία μας, το δικαστήριο έκρινε ότι η εναγόμενη εταιρία παραβίασε το άρθρο 1 του ν. 146/1914 «Περί αθέμιτου ανταγωνισμού». Κι αυτό, διότι χωρίς εύλογη δαπάνη επωφελήθηκε, διαψεύδοντας τη σχέση εμπιστοσύνης που είχε αναπτυχθεί και καλλιεργώντας την πεποίθηση για το ενδεχόμενο μελλοντικής συνεργασίας, το αποτέλεσμα της ερευνητικής προσπάθειας της ενάγουσας, το οποίο της αποκαλύφθηκε κατά τις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις. Έπραξε δε κάτι τέτοιο, προκειμένου να παρασκευάσει παρόμοια προϊόντα, έτσι ώστε να αποκτήσει ανταγωνιστικό προβάδισμα εκμεταλλευόμενη την πρωτοτυπία των προϊόντων της ενάγουσας, την έλλειψη αναγνωρισιμότητας της τελευταίας και την ταχύτητα που προσέδιδε στην εναγόμενη η μέχρι τότε κυρίαρχη παρουσία της στην αγορά.
Επιπλέον, κρίθηκε ότι η ανωτέρω συμπεριφορά της εναγομένης αντιβαίνει και στα χρηστά συναλλακτικά ήθη, καθότι η χρήση των ως άνω μεθόδων προσκρούει στην ομαλή ηθικότητα των συναλλαγών κατά τις κρατούσες αντιλήψεις του συγκεκριμένου επαγγελματικού κύκλου, ενώ έγινε με σκοπό τον ανταγωνισμό, προς όφελός της και αντίστοιχη βλάβη της ενάγουσας, η οποία έτσι παρεμποδίζεται να εισέλθει με το προβάδισμα της πρωτοτυπίας στην αγορά.
Έτσι, η συμπεριφορά της εναγομένης κρίθηκε παράνομη ως αντιβαίνουσα τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και υπαίτια, αλλά συνάμα και αντίθετη στο δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού, αφού έγινε με σκοπό το κέρδος, παραβιάζοντας παράλληλα τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 146/1914 καθώς και εκείνες των άρθρων 914 και 919 ΑΚ.
Β. Περαιτέρω, το δικαστήριο έκρινε, ότι αν δεν προκύπτει το αντίθετο, η συμφωνία παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας, κατ’ άρθρο 23 Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, καλύπτει και τις συναφείς αδικοπρακτικές αξιώσεις που απορρέουν μεν από το νόμο και όχι από τη σύμβαση, πλην όμως έχουν αναγκαίο ιστορικό υπόβαθρο αυτή και συνδέονται στενά με τα βιοτικά περιστατικά της παράβασης της σύμβασης.
Γ. Ακόμη, κρίθηκε ότι ο έγγραφος τύπος αποτελεί συστατικό στοιχείο του κύρους της συμφωνίας παρέκτασης για μελλοντικές διαφορές (άρθρο 43 ΚΠολΔ, 159 παρ. 1 και 160 ΑΚ). Δεν υφίσταται έγκυρη περί τούτου συμφωνία, αν το σχετικό έγγραφο που καταρτίσθηκε γι’ αυτήν φέρει την υπογραφή του ενός συμβαλλομένου, η δε στη δίκη επίκληση και προσκομιδή του εγγράφου τούτου από τον υπογράφοντα αυτό συμβαλλόμενο δεν αναπληρώνει την μη τεθείσα στο έγγραφο υπογραφή του ετέρου μη υπογράφοντος. Αντίθετα, κρίθηκε ότι αποδεικνύεται η τήρηση του εγγράφου τύπου, εάν το προσκομιζόμενο αντίγραφο φέρει μεν την υπογραφή μόνο του αντισυμβαλλομένου της ενάγουσας, ωστόσο στη σύμβαση αναφέρεται ρητά ότι αυτή συντάχθηκε σε δύο πρωτότυπα και κάθε μέρος έλαβε το ένα.
Δ. Τέλος, το δικαστήριο έκρινε ότι η υπαίτια πράξη ή παράλειψη, η οποία συνιστά συμβατική αθέτηση και γεννά ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί να θεμελιώσει και αδικοπρακτική ευθύνη του, αν και χωρίς τη συμβατική σχέση η ενέργειά του (πράξη ή παράλειψη) θα ήταν καθεαυτή παράνομη κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ.
Η απόφαση βρίσκεται δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ.