Νέος νόμος για τα εμπορικά σήματα (ν. 4679/2020 ΦΕΚ Α΄71/20.03.2020)

Με τον ν. 4679/2020 επιδιώκεται αφενός η ενσωμάτωση της Οδηγίας 2015/2436 για τα εμπορικά σήματα και αφετέρου η προσέγγιση του εθνικού σήματος στο σύστημα του σήματος της Ε.Ε. που ρυθμίζεται από τον Κανονισμό 2017/1001. Βασικές καινοτομίες του νέου νομοθετήματος είναι η καθιέρωση ένστασης απόδειξης χρήσης σε όλες τις δικαστικές διαδικασίες, η μεταφορά της δικαιοδοσίας για την ακύρωση του σήματος ή την έκπτωση από αυτό στα πολιτικά δικαστήρια, η πρόβλεψη ότι η Διεύθυνση Σημάτων δεν απορρίπτει πλέον με δική της πρωτοβουλία αίτηση σήματος για λόγους που σχετίζονται με τα σχετικά απαράδεκτα, η πρόβλεψη για ειδική και συγκεκριμένη περιγραφή των προϊόντων και υπηρεσιών για τις οποίες προστατεύεται το σήμα, αλλά και η δυνατότητα κατοχύρωσης νέων «μη παραδοσιακών» μορφών σημάτων, εγκαταλείποντας την προϋπόθεση της «γραφικής παράστασης. Πιο συγκεκριμένα:

 


• Καταργείται η προϋπόθεση της «γραφικής παράστασης» ως στοιχείου της έννοιας του σήματος, με αποτέλεσμα να δίνεται για κατοχύρωση νέων, «μη παραδοσιακών», μορφών σημάτων (λ.χ. σήματα θέσης, μοτίβου, κίνησης, ηχητικά, οπτικοακουστικά, ολογραφικά σήματα), εφόσον, βεβαίως, έχουν διακριτική ικανότητα.


• Πλέον, οι λόγοι για τους οποίους η Διεύθυνση Σημάτων απορρίπτει μια δήλωση σήματος είναι μόνο οι λόγοι που ανάγονται στα απόλυτα απαράδεκτα. Εάν κατά τον έλεγχο εντοπιστεί κάποιο όμοιο ή παρόμοιο προγενέστερο σήμα, η νεότερη δήλωση σήματος δεν απορρίπτεται, αλλά ενημερώνεται ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος, για να ασκήσει ανακοπή.

• Στους σχετικούς λόγους απαραδέκτου προστέθηκε η ύπαρξη προγενέστερης ΠΓΕ ή ΠΟΠ, γεγονότα που παρέμειναν ωστόσο και ως απόλυτος λόγος απαραδέκτου. Η συνύπαρξη των δύο απαραδέκτων έχει ως αποτέλεσμα αφενός να μπορεί η Διεύθυνση Σημάτων να εμποδίζει την καταχώριση σημάτων που προσκρούουν σε ΠΓΕ ή ΠΟΠ αφετέρου να δοθεί η δυνατότητα στους ίδιους τους φορείς που διαχειρίζονται τις ενδείξεις αυτές να ασκούν ένδικα βοηθήματα για την προστασία τους.

• Προστέθηκε στους λόγους σχετικού απαραδέκτου η κατάθεση από πληρεξούσιο ή αντιπρόσωπο στο όνομά του σημείου, στο οποίο υπήρχε δικαίωμα του αντιπροσωπευόμενου, χωρίς την άδεια του τελευταίου. Η έννοια του αντιπροσώπου ερμηνεύεται με ευρύτητα, ώστε να περιλαμβάνει και τον εμπορικό διανομέα και κάθε άλλη συναφή περίπτωση. Στην περίπτωση αυτή, παρέχεται στον αντιπροσωπευόμενο η δυνατότητα να ζητήσει την απαγόρευση της χρήσης του σήματος, ή την ακύρωσή του, ή τη μεταβίβαση του σήματος σε αυτόν.

• Για την αποτελεσματικότερη αποτροπή προσβολών του σήματος, ο δικαιούχος του έχει δικαίωμα να απαγορεύσει ορισμένες προπαρασκευαστικές πράξεις που οδηγούν σε προσβολή και οι οποίες περιγράφονται στο άρθρο 8 του ν. 4679/2020.

• Η λεξικογράφηση ενδείξεων που αποτελούν καταχωρημένα σήματα επιβάλλεται να συνοδεύεται από ρητή μνεία ότι πρόκειται για καταχωρημένο σήμα και όχι για κοινό λεξιλογικό όρο.

• Προβλέπονται νέες προδιαγραφές για την περιγραφή των προϊόντων ή/και υπηρεσιών που προορίζεται να διακρίνει το σήμα. Εφεξής, η περιγραφή τους πρέπει να είναι ειδική και συγκεκριμένη. Δεν είναι πλέον ενδεδειγμένος τρόπος περιγραφής η χρήση αυτούσιας της επικεφαλίδας της οικείας κλάσης της Διεθνούς Σύμβασης της Νίκαιας, καθώς στην περίπτωση αυτή θα εννοούνται μόνα εκείνα τα προϊόντα ή υπηρεσίες που εμπίπτουν στο κυριολεκτικό νόημα της επικεφαλίδας. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, ακόμα και τα σήματα που κατατέθηκαν πριν την ισχύ του νόμου και περιλαμβάνουν ολόκληρη την επικεφαλίδα μιας κλάσης καταλαμβάνονται από τη νέα ρύθμιση. Διαφορετικά, θα εισαγόταν αδικαιολόγητη διάκριση ανάμεσα στα νέα και τα παλιά σήματα.

• Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι μπορούν πλέον να παρίστανται ενώπιον της Δ.Ε.Σ. και με δήλωση, που κατατίθεται στον αρμόδιο γραμματέα το αργότερο την παραμονή της συζήτησης της υπόθεσης.

• Παρέχεται η δυνατότητα για προαιρετική και οικειοθελή διαμεσολάβηση σε υποθέσεις ενώπιον της Δ.Ε.Σ. μεταξύ ιδιωτών, όπως ισχύει και για τις διαδικασίες ενώπιον του EUIPO.

• Όσον αφορά στην αστική προστασία του σήματος, το ανώτατο ποσό της χρηματικής ποινής για έμμεση εκτέλεση αναπροσαρμόστηκε στο ποσό των 100.000 €. Η αξίωση αποζημίωσης προϋποθέτει δόλο και βαρειά, όχι όμως ελαφριά αμέλεια. Επίσης, προβλέπεται ότι τις αστικές αξιώσεις τις έχει ο δικαιούχος και κατά του «ενδιαμέσου», δηλαδή κατά προσώπου που δεν χρησιμοποιεί ο ίδιος στις συναλλαγές του τα σήματα τρίτων, αλλά επιτρέπει στους πελάτες των υπηρεσιών του να χρησιμοποιούν σημεία πανομοιότυπα ή παρόμοια με καταχωρημένα σήματα τρίτων στο πλαίσιο της δικής τους εμπορικής επικοινωνίας.

• Περαιτέρω, στο πλαίσιο της αστικής προστασίας του σήματος, σημαντικότατη καινοτομία είναι η δυνατότητα του εναγομένου να ασκήσει ανταγωγή για την έκπτωση από το δικαίωμα στο σήμα ή για την ακυρότητά του. Παλαιότερα, αρκούσε η απλή και τυπική καταχώριση του σήματος για να περιβάλει το καταχωρημένο σήμα με ένα νομικό καθεστώς ασφάλειας και βεβαιότητας που δεν επέτρεπε την αμφισβήτηση του κύρους του σήματος στα πολιτικά δικαστήρια και επέτρεπε την αμφισβήτηση αυτή μόνο μέσα από τη διαδικασία της υποβολής αίτησης για ακυρότητα ή έκπτωση. Πλέον, η δικαιοδοσία για τη διαγραφή του σήματος, λόγω έκπτωσης ή ακυρότητας, μεταφέρεται από τα διοικητικά δικαστήρια στα πολιτικά. Η μεταφορά αυτή δεν αφορά μόνο τη δυνατότητα άσκησης ανταγωγής στο πλαίσιο αγωγής για την προσβολή του σήματος, αλλά και ανακοπής του άρθρου 583 ΚΠολΔ ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, εφόσον όμως τηρηθεί η προδικασία της προηγούμενης υποβολής αιτήματος για την έκπτωση στη Δ.Ε.Σ.. Παράλληλα, σε περιπτώσεις εκκρεμούς αγωγής για προσβολή του σήματος, με παράλληλη μέριμνα για την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων για το ζήτημα αυτό από τα πολιτικά δικαστήρια και από τη Δ.Ε.Σ..

• Εισάγεται η ένσταση απόδειξης της χρήσης του σήματος, εκτός από τη διαδικασία της ανακοπής κατά της καταχώρισης μεταγενέστερης δήλωσης και στην αίτηση ακυρότητας σήματος, καθώς και στις αγωγές στα πολιτικά δικαστήρια για την αστική προστασία του σήματος. Συνεπώς, κάθε φορά που ο σηματούχος ασκεί, με βάση το σήμα, ανακοπή κατά της καταχώρισης μεταγενέστερης δήλωσης σήματος ή αίτηση ακυρότητας σήματος ή αγωγές στα πολιτικά δικαστήρια για την αστική προστασία του σήματος, ο καθού η ανακοπή, η αίτηση ή ο εναγόμενος αντίστοιχα, μπορεί, κατ’ ένσταση, να ζητήσει από τον αντίδικό του να αποδείξει ότι χρησιμοποιεί το σήμα και για ποια προϊόντα ή υπηρεσίες το χρησιμοποιεί.

Όσον αφορά στην ομαλή ένταξη της ένστασης απόδειξης χρήσης στο σύστημα της πολιτικής δίκης χρειάστηκε να θεσπιστούν μικρές αποκλίσεις από τη ρύθμιση του ΚΠολΔ για τη διαδικασία συζήτησης της αγωγής. Έτσι, η ένσταση απόδειξης χρήσης υποβάλλεται από τον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από τότε που του κοινοποιείται η αγωγή. Δεν ασκείται με δικόγραφο, αλλά απλώς «υποβάλλεται στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η αγωγή».

• Υιοθετήθηκαν διατάξεις για την προστασία των λεγόμενων «ενδιάμεσων δικαιωμάτων» (intervening rights). Ειδικότερα, όταν προγενέστερο καταχωρημένο σήμα στρέφεται κατά μεταγενέστερου καταχωρημένου σήματος, ενδέχεται, μετά την κατάθεση του μεταγενέστερου σήματος, να μεσολάβησαν τα εξής: (α) το προγενέστερο σήμα να απέκτησε φήμη, ή (β) το προγενέστερο σήμα να απέκτησε εντονότερο επίκτητο διακριτικό χαρακτήρα, εξαιτίας του οποίου θεμελιώνεται κίνδυνος συγχύσεως, ή (γ) το προγενέστερο σήμα να απέκτησε επίκτητο διακριτικό χαρακτήρα που αρχικά δεν είχε κατά την κατάθεσή του. Έτσι, προβλέπεται ότι οι δικαιούχοι προγενέστερων σημάτων δεν θα πρέπει να δικαιούνται να πετύχουν την απόρριψη ή την ακυρότητα, ούτε να αντιταχθούν στη χρήση ενός μεταγενέστερου σήματος εάν το μεταγενέστερο σήμα αποκτήθηκε σε χρόνο που το προγενέστερο σήμα ήταν δυνατόν να κηρυχθεί άκυρο ή ο δικαιούχος αυτού να εκπέσει των δικαιωμάτων του, για παράδειγμα επειδή το σήμα δεν είχε ακόμη αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα μέσω της χρήσης, ή εάν το προγενέστερο σήμα δεν μπορούσε να προβληθεί έναντι του μεταγενέστερου διότι δεν συνέτρεχαν οι αναγκαίες προϋποθέσεις.

• Ρυθμίζεται το ειδικό ζήτημα έκπτωσης ή ακυρότητας σήματος το οποίο αποτελεί τη βάση για αρχαιότητα σήματος της ΕΕ. Έτσι, ακόμα και αν ένα εθνικό σήμα δεν υφίσταται πλέον, π.χ. γιατί έχει λήξει (δεν έχει ανανεωθεί), ή γιατί έχει υποβληθεί παραίτηση από αυτό, μπορεί να ζητηθεί η ακυρότητα ή η έκπτωση του εν λόγω εθνικού σήματος, αν το σήμα αυτό στηρίζει αρχαιότητα σήματος της ΕΕ.

• Εισάγεται ο νέος θεσμός των «σημάτων πιστοποίησης», τα οποία καλούνται και «σήματα εγγύησης» της ποιότητας. Τα σήματα αυτά δεν επιτελούν λειτουργία προέλευσης, αλλά λειτουργία εγγύησης της ποιότητας. Στα σήματα πιστοποίησης το ζητούμενο είναι αν το προϊόν που φέρει το σήμα πιστοποίησης έχει τις προδιαγραφές που έχει θέσει ο φορέας του σήματος πιστοποίησης.

Για περισσότερα βλ. το κείμενο του ν. 4679/2020 και την αιτιολογική του έκθεση.

logoΕρμού 10 (2ος όροφος), ΤΚ 546 25 Θεσσαλονίκη
  +30 2310 501325, +30 2310 501342
Fax: +30 2310 512998

Η ιστοσελίδα μας επιτρέπει τη χρήση cookies, προκειμένου να αντιληφθούμε πώς την χρησιμοποιείτε
και να την κάνουμε πιο λειτουργική και ασφαλή. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας στην ιστοσελίδα μας
αποδέχεστε την χρήση cookies όπως περιγράφεται στην Πολιτική Cookies.