Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ GRAFFITI ΩΣ ΕΡΓΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ
Στην υπόθεση αυτή, την οποία χειρίστηκε η εταιρία μας σε συνεργασία με τον συνάδελφο Αυγερινό Αβραμίκο, το δικαστήριο αντιμετώπισε την ιδιαίτερη περίπτωση των έργων γκράφιτι (graffiti), ως εικαστικό υποείδος της λεγόμενης τέχνης δρόμου (street art) και ειδικότερα την προστασία τους από τις διατάξεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας, εκφέροντας κρίσεις επί ενός ζητήματος που σπανίως έχει απασχολήσει την ελληνική νομολογία.
Ειδικότερα, οι αιτούντες τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, είχαν φιλοτεχνήσει τοιχογραφίες επί τοίχων ξένου ακινήτου, δίχως να έχουν λάβει σχετική άδεια από την ιδιοκτήτρια εταιρία. Μετά τη μεταβίβαση των ακινήτων στράφηκαν πλέον κατά της νέας ιδιοκτήτριας, ζητώντας από το δικαστήριο να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο την απαγόρευση της αλλοίωσης ή καταστροφής των τοίχων επί των οποίων απεικονίζονται οι τοιχογραφίες, επικαλούμενοι την προστασία τους ως έργων πνευματικής ιδιοκτησίας.
Το δικαστήριο προβληματίστηκε πάνω στο ζήτημα της προστασίας των γκράφιτι (graffiti), τόσο από τις διατάξεις του Συντάγματος (άρθρο 16 παρ. 1 Σ) όσο και της νομοθεσίας περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας (άρθρο 4 ν. 2121/1993), δεδομένου ότι πρόκειται για έργα που έχουν αποτυπωθεί επάνω σε τοίχο ξένου ακινήτου, δίχως την άδεια ή την έγκριση του ιδιοκτήτη του.
Κατά μία άποψη, στη περίπτωση αυτή υπάρχει σύγκρουση δύο απόλυτων δικαιωμάτων, του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας στο άυλο αγαθό και του δικαιώματος κυριότητας στο υλικό αγαθό, η οποία πρέπει θα επιλυθεί με τη στάθμιση των αντικρουόμενων συμφερόντων. Καθοριστικής σημασίας είναι οι συνθήκες δημιουργίας του έργου, ώστε τυχόν αυθαίρετη πράξη του δημιουργού δεν θα πρέπει να επιβραβεύεται και να οδηγεί στην επιβολή ενός «δικαιώματος» που γεννήθηκε χωρίς τη συναίνεση του κυρίου του υλικού φορέα, σε βαθμό που αυτό μάλιστα ακυρώνει το ίδιο το απόλυτο δικαίωμα κυριότητας του ακινήτου και της ελευθερίας διάθεσης αυτού και θα πρέπει να υπερισχύσει το δικαίωμα της κυριότητας, οπότε ο κύριος του ακινήτου μπορεί ακόμη και να καταστρέψει το έργο, εφόσον αυτή η ενέργεια παρουσιάζεται ως η μοναδική λύση για την αποκατάσταση της προσβολής που υπέστη, όχι όμως και να το τροποποιήσει ή να το εκμεταλλευτεί οικονομικά.
Κατ’ άλλη άποψη, η ελευθερία της τέχνης δεν μπορεί να απαλλάξει τον καλλιτέχνη από την υποχρέωση τήρησης των γενικών νόμων, οι οποίοι είναι ανεξάρτητοι από το περιεχόμενο του καλλιτεχνικού έργου και ισχύουν για τον κάθε πολίτη, ούτε μπορεί να νομιμοποιήσει την παράνομη επιβαλλόμενη τέχνη που λαμβάνει χώρα χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη και η οποία δεν έχει ποτέ έστω την έγκριση αυτού. Στις περιπτώσεις της «παράνομης επιβαλλόμενης τέχνης», όπως είναι η ζωγραφική σε ξένο ακίνητο, η τέχνη δεν εμφανίζεται ως ένα δικαίωμα που συνυπάρχει με το απόλυτο δικαίωμα κυριότητας, αλλά ως ένα δικαίωμα που «επιβάλλεται» χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη του υλικού φορέα. Στις περιπτώσεις αυτές περιορίζεται η προστασία του copyright και ο κύριος του υλικού φορέα του έργου δεν είναι υποχρεωμένος να ανέχεται την κατάσταση αυτή και μπορεί ακόμη και να καταστρέψει το έργο. Δηλαδή, στην περίπτωση αυτή, δεν τίθεται καν ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 16 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 4 του ν. 2121/1993, ώστε δεν ενεργοποιείται καν το προστατευτικό πλαίσιο των υφιστάμενων κανόνων προστασίας της ελευθερίας της τέχνης, αφού η σύγκρουση της καλλιτεχνικής ελευθερίας με άλλα έννομα αγαθά και η χάραξη των περιορισμών της προϋποθέτει, κατά λογική αναγκαιότητα, ότι μία πράξη εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο της ελευθερίας της τέχνης και τούτο δεν συμβαίνει όταν το έργο τέχνης που ενσωματώθηκε σε ξένο υλικό φορέα γεννήθηκε το πρώτον διότι επιβλήθηκε παράνομα σε αυτόν και δη με την προσβολή του απόλυτου δικαιώματος της κυριότητας, χωρίς να έχει προηγηθεί συμφωνία και χωρίς ο δημιουργός να έχει λάβει τη συναίνεση του κυρίου του υλικού φορέα, προβαίνοντας ακόμα και παρανόμως σε πράξεις νομής επ’ αυτού και ακόμη και αλλοιώνοντας αυτό, έτσι ώστε να δύναται ο κύριος να ζητήσει την ποινική του δίωξη για φθορά ξένης ιδιοκτησίας (378 ΠΚ) αλλά και για διατάραξη οικιακής ειρήνης (334 ΠΚ).
Εξετάζοντας όλα τα παραπάνω, το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι οι επίμαχες τοιχογραφίες αποτελούν περίπτωση επιβαλλόμενης παράνομης τέχνης σε ξένο υλικό φορέα και δη σε ξένη περιουσία με προσβολή του απόλυτου εμπράγματου δικαιώματος της ακίνητης περιουσίας. Ως εκ τούτου, ακολουθώντας την πιο αυστηρή από τις δύο παραπάνω απόψεις, κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι δεν τίθεται εν προκειμένω καν ζήτημα εφαρμογής των προστατευτικών διατάξεων της ελευθερίας της τέχνης και της πνευματικής ιδιοκτησίας, ούτε θέμα σύγκρουσης με άλλα έννομα αγαθά. Έτσι, απέρριψε την αίτηση στο σύνολό της.